μυξώνω

μυξώνω
(Μ μυξώνω) [μύξα]
μυξιάζω, γίνομαι βλεννώδης, γλοιώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμύξωτος — η, ο [μυξώνω] αυτός που δεν λερώθηκε με μύξες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + *μυξωτός < μυξώνω] …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

  • μύξωμα — Μη καρκινικός, σαν ζελές, όγκος. Παρουσιάζεται συνήθως κάτω από το δέρμα και μπορεί να γίνει πολύ μεγάλος. * * * το ιατρ. μαλακός καλοήθης όγκος τού συνδετικού ιστού, πλούσιος σε θεμέλια ουσία και στερούμενος αγγείων, με ζελατινοειδή μορφή, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”